Μπαίνοντας το φθινόπωρο, νοιώθεις πίσω σου το
Καλοκαίρι να ψυχομαχεί, σα γίγαντας που προδόθηκε απ’ την ίδια του την
αυταρέσκεια… απ’ την ίδια την σιγουριά του.
Ακούς πίσω σου την θάλασσα, να μαζεύει τα κύματά της και να χαμογελάει
στη μοναξιά, που πλέον έρχεται να
κυοφορήσει αυτά τα παράξενα χρυσαφένια όνειρα, που προορίζονται για λίγους
εκλεκτούς, εραστές της ανατολής που γεννιέται ήσυχα μέσα στο νερό κι ο ήλιος της μοιάζει πρίγκιπας
φρεσκολουσμένος.
Μπαίνοντας ο Σεπτέμβριος τα όχι , τα ναι, τα
θέλω, τα πρέπει, χάνουν σιγά – σιγά την σαφήνειά τους. Χάνουν τα σύνορά τους,
τις σημαίες τους, τα σώματά τους. Η αλήθεια είναι, πως ποτέ δεν είχαν καμιά
σαφήνεια, καμιά καθαρότητα. Μόνο που τώρα μοιάζει να μην νοιάζεται κανείς γι’
αυτό.